πρινάρι — το βλ. πουρνάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πουρνάρι — Όνομα 4 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Σταθμός Δομοκού (υψόμ. 140 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
πριναράκι — το, Ν [πρινάρι] (με υποκορ. σημ.) μικρό πρινάρι … Dictionary of Greek
πιρνάρι — και πρινάρι, το, Ν βλ. πουρνάρι … Dictionary of Greek
πριναρήσιος — α, ο, Ν αυτός που είναι καμωμένος από ξύλο πουρναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρινάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek
πριναρόδεντρο — το, Ν άλλη κοινή ονομασία για το πουρνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρινάρι + δέντρο] … Dictionary of Greek
πουρνάρι — πουρνάρι, το και πρινάρι, το ο πρίνος: Το ξύλο του πουρναριού είναι πολύ σκληρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)