πρινάρι

πρινάρι
Oρεινός οικισμός (υψόμ. 500) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουκά.
* * *
το / πρινάριον, ΝΜ, και πιρνάρι Ν
πουρνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρινάρι(ον) < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), ενώ ο τ. πιρνάρι < πρινάρι με μετάθεση τού -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρινάρι — το βλ. πουρνάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουρνάρι — Όνομα 4 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Σταθμός Δομοκού (υψόμ. 140 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • πριναράκι — το, Ν [πρινάρι] (με υποκορ. σημ.) μικρό πρινάρι …   Dictionary of Greek

  • πιρνάρι — και πρινάρι, το, Ν βλ. πουρνάρι …   Dictionary of Greek

  • πριναρήσιος — α, ο, Ν αυτός που είναι καμωμένος από ξύλο πουρναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρινάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • πριναρόδεντρο — το, Ν άλλη κοινή ονομασία για το πουρνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρινάρι + δέντρο] …   Dictionary of Greek

  • πουρνάρι — πουρνάρι, το και πρινάρι, το ο πρίνος: Το ξύλο του πουρναριού είναι πολύ σκληρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”